ὑπερβεβλημένως
1ὑπερβεβλημένως — ὑπερβάλλω throw over perf part mp masc acc pl (epic doric) ὑπερβεβλημένως beyond all measure indeclform (adverb) …
2υπερβεβλημένως — ΜΑ επίρρ. με μεγάλη υπερβολή, πέρα από κάθε μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. ως] …