ὑπεραύξημα
1ὑπεραύξημα — product of overgrowth neut nom/voc/acc sg …
2υπεραύξημα — ήματος, τὸ, Α [ὑπεραυξά , νω] υπέρμετρη αύξηση …
1ὑπεραύξημα — product of overgrowth neut nom/voc/acc sg …
2υπεραύξημα — ήματος, τὸ, Α [ὑπεραυξά , νω] υπέρμετρη αύξηση …