ὑπεραγαπῶ
1υπεραγαπώ — ὑπεραγαπῶ, άω, ΝΜΑ αγαπώ πάρα πολύ κάποιον ή κάτι …
2υπεραγαπώ — υπεραγάπησα, υπεραγαπήθηκα, υπεραγαπημένος, αγαπώ υπερβολικά, λατρεύω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ὑπεραγαπῶ — ὑ̱περαγαπῶ , ὑπεραγαπάω love exceedingly imperf ind mp 2nd sg ὑπεραγαπάω love exceedingly pres imperat mp 2nd sg ὑπεραγαπάω love exceedingly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπεραγαπάω love exceedingly pres ind act 1st sg (attic epic… …
4έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …
5πολυαγαπώ — άω, Ν 1. αγαπώ κάποιον ή κάτι πολύ, υπεραγαπώ 2. (ως θηλ. ουσ.) η πολυαγαπώ η πολυαγαπημένη 3. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πολυαγαπημένος, η, ο πολυαγάπητος …
6υπεραγαπητός — ή,. ό, Ν πάρα πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεραγαπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Γ. Μελισταγή] …
7υπερστέργω — Α αγαπώ υπερβολικά, υπεραγαπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + στέργω «αγαπώ»] …
8υπερφιλώ — έω, ΜΑ υπεραγαπώ, αγαπώ πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φιλῶ «αγαπώ»] …