ὑπεραίσιος
1υπεραίσιος — ον, Α υπέρμετρος, υπερβολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἶσα «μοίρα» (βλ. και λ. αἶσα)] …
2ὑπεραίσιον — ὑπεραίσιος excessive masc acc sg ὑπεραίσιος excessive neut nom/voc/acc sg …
1υπεραίσιος — ον, Α υπέρμετρος, υπερβολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἶσα «μοίρα» (βλ. και λ. αἶσα)] …
2ὑπεραίσιον — ὑπεραίσιος excessive masc acc sg ὑπεραίσιος excessive neut nom/voc/acc sg …