ὑπακούω
1υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …
2υπακούω — υπακούω, υπάκουσα βλ. πίν. 83 Σημειώσεις: υπακούω : η κλίση κατά το αποκλείω (βλ. πίν. 40 ) απαντάται σπάνια (Κι όμως όλα μού υπακούουν [Ελύτης, σελ. 114]) …
3ὑπακούω — hearken pres subj act 1st sg ὑπακούω hearken pres ind act 1st sg …
4υπακούω — υπάκουσα 1. μτβ., ακούω με σεβασμό συμβουλή ή προσταγή και συμμορφώνομαι σ αυτή: Υπακούει στους γονείς του. 2. αμτβ., είμαι υπάκουος, είμαι πειθαρχικός: Είναι καλός στρατιώτης, υπακούει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὑπακούσατε — ὑπακούω hearken aor imperat act 2nd pl ὑπᾱκούσατε , ὑπακούω hearken aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ὑπακούω hearken aor ind act 2nd pl (epic doric ionic aeolic) …
6ὑπακούσουσι — ὑπακούω hearken aor subj act 3rd pl (epic) ὑπακούω hearken fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπακούω hearken fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
7ὑπακούσουσιν — ὑπακούω hearken aor subj act 3rd pl (epic) ὑπακούω hearken fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπακούω hearken fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
8ὑπακούῃ — ὑπακούω hearken pres subj mp 2nd sg ὑπακούω hearken pres ind mp 2nd sg ὑπακούω hearken pres subj act 3rd sg …
9ὑπακουομένων — ὑπακούω hearken pres part mp fem gen pl ὑπακούω hearken pres part mp masc/neut gen pl …
10ὑπακουσομένων — ὑπακούω hearken fut part mid fem gen pl ὑπακούω hearken fut part mid masc/neut gen pl …