ὑπαγορεύω

  • 81ὑπαγορεύσω — ὑ̱παγορεύσω , ὑπαγορεύω dictate aor ind mid 2nd sg ὑπαγορεύω dictate aor subj act 1st sg ὑπαγορεύω dictate fut ind act 1st sg ὑ̱παγορεύσω , ὑπαγορεύω dictate futperf ind act 1st sg ὑπᾱγορεύσω , ὑπαγορεύω dictate aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 82ὑπαγορεύσῃ — ὑπαγορεύσηι , ὑπαγόρευσις suggestion fem dat sg (epic) ὑπαγορεύω dictate aor subj mid 2nd sg ὑπαγορεύω dictate aor subj act 3rd sg ὑπαγορεύω dictate fut ind mid 2nd sg ὑ̱παγορεύσῃ , ὑπαγορεύω dictate futperf ind mp 2nd sg ὑ̱παγορεύσῃ , ὑπαγορεύω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 83ὑπαγορεύομεν — ὑ̱παγορεύομεν , ὑπαγορεύω dictate imperf ind act 1st pl ὑπαγορεύω dictate pres ind act 1st pl ὑπᾱγορεύομεν , ὑπαγορεύω dictate imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ὑπαγορεύω dictate pres ind act 1st pl ὑπαγορεύω dictate imperf ind act 1st pl… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 84ὑπαγόρευε — ὑ̱παγόρευε , ὑπαγορεύω dictate imperf ind act 3rd sg ὑπαγορεύω dictate pres imperat act 2nd sg ὑπᾱγόρευε , ὑπαγορεύω dictate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπαγορεύω dictate pres imperat act 2nd sg ὑπαγορεύω dictate imperf ind act 3rd sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 85προυπαγορευθέντα — πρό ὑπαγορεύω dictate aor part pass neut nom/voc/acc pl προυπαγορευθέντα , πρό ὑπαγορεύω dictate aor part pass masc acc sg προυπαγορευθέντα , πρό ὑπαγορεύω dictate aor part pass neut nom/voc/acc pl προυπαγορευθέντα , πρό ὑπαγορεύω dictate aor pa …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 86προυπαγορεύει — πρό ὑπαγορεύω dictate pres ind mp 2nd sg προυπαγορεύει , πρό ὑπαγορεύω dictate pres ind act 3rd sg προυπαγορεύει , πρό ὑπαγορεύω dictate pres ind mp 2nd sg προυπαγορεύει , πρό ὑπαγορεύω dictate pres ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 87υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …

    Dictionary of Greek

  • 88κανοναρχώ — και καλοναρχώ και καλαναρχώ (Μ κανοναρχῶ και καλαναρχῶ έω) [κανονάρχης] 1. εκτελώ το έργο τού κανονάρχη, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά τους εκκλησιαστικούς ύμνους στον ψάλτη 2. μτφ. εισηγούμαι, υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάποιον ενέργειες ή τρόπο… …

    Dictionary of Greek

  • 89υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …

    Dictionary of Greek

  • 90υποβάλλω — υπόβαλα και υπέβαλα, υποβλήθηκα, υποβλημένος 1. βάζω κάτι στην κρίση ή έγκριση κάποιου, προτείνω, παρουσιάζω: Υποβάλλω πρόταση. 2. εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι: Υποβλήθηκε σε έξοδα. 3. μτφ., υπαγορεύω σε κάποιον τις σκέψεις ή τη θέλησή μου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)