ὑπαγορεύω

  • 111υπαγορευτής — ὁ, Μ [ὑπαγορεύω] αυτός που υπαγορεύει κάτι σε κάποιον για να τό επαναλάβει …

    Dictionary of Greek

  • 112υπαγορευτικός — ή, όν, Α [ὑπαγορεύω] ο ικανός στο να υποδεικνύει κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 113υπαγόρευση — η / ὑπαγόρευσις, ορεύσεως, ΝΜΑ [ὑπαγορεύω] νεοελλ. 1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης») 2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η… …

    Dictionary of Greek

  • 114υπείπον — Α 1. λέω ή επαναλαμβάνω κάτι πριν από κάποιον άλλον («ἐγὼ δ ὑπερῶ τὸν ὅρκον», Αριστοφ.) 2. λέω ως πρόλογο («παισὶν δ ὑπεῑπον τοῑσδε τοὺς αὐτοὺς λόγους», Ευρ.) 3. λέω κάτι επί πλέον, προσθέτω κάτι («ὑπειπούσης... ὅτι ἐς ἑσπέραν ἥξοιμι», Αριστοφ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 115υπηχώ — έω, ΜΑ [ἠχῶ] 1. υποδεικνύω, υπαγορεύω («θεὸν διδάσκαλον ὑπηχοῡντα ἐν τῷ ἀδύτῳ τῆς ψυχῆς ἡμῶν παρεῑναι εὐχόμενοι», Ωριγ.) 2. (στην ψαλμωδία) συνοδεύω με τη δική μου φωνή («ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος κἂν πάντες ὑπηχῶσιν, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἡ φωνὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 116υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …

    Dictionary of Greek

  • 117υπολέγω — Α [λέγω] 1. κάνω τον υποβολέα, υπαγορεύω («Εὐριπίδης μὲν οὖν ὁ ποιητὴς ὡς ὑπολέγοντος αὐτοῡ τοῑς χορευταῑς ᾠδήν τινα πεποιημένην ἐφ ἁρμονίας εἷς ἐγέλασεν», Πλούτ.) 2. λαμβάνω υπ* όψιν μου 3. θέτω ως βάση («τὰ ἔργα τοῑς λογισμοῑς ὑπολέγων», Δίων… …

    Dictionary of Greek