ὑπαγορεύω

  • 101εξαγορεύω — και ξαγορεύω (AM ἐξαγορεύω) [αγορεύω] 1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια 2. (για πνευματικό) εξομολογώ 3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια 4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό 5. μέσ. εξαγορεύομαι εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 102εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… …

    Dictionary of Greek

  • 103επαγορεύω — ἐπαγορεύω (AM) αναγορεύω μσν. 1. υπαγορεύω 2. λέγω, αναφέρω («καὶ οὐ σεμνύνων ἑαυτὸν ταῡτα ἐπαγορεύω», Διγ. Ακρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 104επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …

    Dictionary of Greek

  • 105επιτάσσω — (Α ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) [τάσσω] τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλο («ὄπισθεν δὲ τοῡ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω 2. εκτελώ επίταξη* αρχ. 1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως… …

    Dictionary of Greek

  • 106λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …

    Dictionary of Greek

  • 107προϋπαγορεύω — Α [ὑπαγορεύω] υπαγορεύομαι, υποδεικνύομαι εκ τών προτέρων …

    Dictionary of Greek

  • 108υπάγορον — Α [ὑπαγορεύω] (κατά τον Ησύχ.) «κατὰ βίαν ὑπερήφανον» …

    Dictionary of Greek

  • 109υπαγορία — ἡ, ΜΑ [ὑπαγορεύω] 1. υπαγόρευση 2. σύνταξη, σύνθεση μσν. ύφος αρχ. ερμηνεία, εξήγηση …

    Dictionary of Greek

  • 110υπαγορεία — ἡ, ΜΑ [ὑπαγορεύω] συμβουλή, νουθεσία αρχ. έννοια, σημασία, νόημα …

    Dictionary of Greek