ὑπέτυψε κορώνη

  • 1υποτύπτω — Α 1. χτυπώ κάτω, ωθώ προς τα κάτω («κοντῷ ὑποτύπτοντες λίμνην», Ηρόδ.) 2. ρίχνω κάτω, βυθίζω («ὑποτύψας κηλωνηΐῳ ἀντλέει», Ηρόδ.) 3. πατώ, στηρίζομαι («χέρσῳ ὑπέτυψε κορώνη», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τύπτω «χτυπώ»] …

    Dictionary of Greek