ὑπέρ-μαργος

  • 1υπέρμαργος — ον, Α (μόνον ο συγκριτ. τ. αρσ.) ὑπερμαργότερος (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπερμαινόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μάργος «μανιακός, παράφρονας, ορμητικός»] …

    Dictionary of Greek