ὑπέρ-κοτος

  • 1υπέρκοτος — ον, Α υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος. επίρρ... ὑπερκότως Α με υπέρκοτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ κοτος, ἐπί κοτος)] …

    Dictionary of Greek