ὑπέρτερος
1υπέρτερος — η, ο / ὑπέρτερος, έρα, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος αρχ. 1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.) 2.… …
2ὑπέρτερος — ὑπέρ upaári masc nom sg ὑπέρτερος over masc nom sg …
3υπέρτερος — η, ο (συγκρ. δίχως θετ., από την πρόθ. υπέρ), αυτός που υπερέχει, ανώτερος, εξοχότερος (κυριολ. και μτφ.): Τα ελληνικά ελαιόλαδα είναι υπέρτερα από τα ισπανικά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… …
5πανυπέρτερος — ον, Α ο υπέρτερος όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρτερος] …
6υπερτερώ — ὑπερτερῶ, έω, ΝΜΑ [ὑπέρτερος] είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω αρχ. αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά …
7ὑπερτέρα — ὑπερτέρᾱ , ὑπέρ upaári fem nom/voc/acc dual ὑπερτέρᾱ , ὑπέρ upaári fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑπερτέρᾱ , ὑπέρτερος over fem nom/voc/acc dual ὑπερτέρᾱ , ὑπέρτερος over fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
8ὑπερτέρας — ὑπερτέρᾱς , ὑπέρ upaári fem acc pl ὑπερτέρᾱς , ὑπέρ upaári fem gen sg (attic doric aeolic) ὑπερτέρᾱς , ὑπέρτερος over fem acc pl ὑπερτέρᾱς , ὑπέρτερος over fem gen sg (attic doric aeolic) …
9ὑπερτέρω — ὑπέρ upaári masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρ upaári masc/neut gen sg (doric aeolic) ὑπέρτερος over masc/neut nom/voc/acc dual ὑπέρτερος over masc/neut gen sg (doric aeolic) …
10ὑπερτέρων — ὑπέρ upaári fem gen pl ὑπέρ upaári masc/neut gen pl ὑπέρτερος over fem gen pl ὑπέρτερος over masc/neut gen pl …