ὑπέγγῠος
1υπέγγυος — ο / ὑπέγγυος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που δίνει εγγύηση, εγγυητής 2. (κατ επέκτ.) υπόλογος, υπεύθυνος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εγγύηση 2. φρ. «υπέγγυοι πρόσοδοι» πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το κράτος ως… …
2υπέγγυος — α, ο 1. (για πράγματα), που δίνεται ή χρησιμεύει ως εγγύηση για την εκπλήρωση υποχρέωσης: Έβαλε το οικόπεδο υπέγγυο. 2. (για πρόσωπα), αυτός που δίνει εγγύηση, ο εγγυητής, ο υπόλογος, ο υπεύθυνος: Ο θείος έγινε υπέγγυος για το δάνειο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ὑπέγγυον — ὑπέγγυος under surety masc/fem acc sg ὑπέγγυος under surety neut nom/voc/acc sg …
4ὑπεγγύους — ὑπέγγυος under surety masc/fem acc pl …
5ὑπέγγυοι — ὑπέγγυος under surety masc/fem nom/voc pl …
6υπεγγυότητα — η, Ν [υπέγγυος] η ιδιότητα τού υπεγγύου …
7υπεγγυότητα — η το να είναι κάποιος υπέγγυος ή το να είναι κάτι υπέγγυο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)