ὑπάρχειν

  • 11POENA — et Beneficium, pro Diis habitos apud quosdam Aethiopiae populos legimus: Sunt qui non ab Aethioplbus, sed ab Assyriis et Persis hos cultos fuisse asserunt; illam quod malorum, hunc quod bonorum largitorem esse opinantur, Alex. ab Alex. l. 18. c.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12REMOTIO ab Officio — Graece Καθαίρεςις, it. ἔκπτωςις τῆς ὑπηρεςίας, Clericorum poena, in Canonibus Concil. crebro occurrit. Formula quâ ad Nestorium usa est Synodus Ephesina, cum καθαίρεςιν ei indicaret, haec fuit, Γὶνωςκε ςεαυτὸν διὰ τὰ δυςςεβῆ ςου κηρύγματα… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13SYRACUSAE — I. SYRACUSAE locus in edito singularis Augusti, quem Τεχνόφυον Graece vocare solitus est. Casaub. ad Capitolin. in Pertinace, c. 11. II. SYRACUSAE ques SYRACUSSAE Theocrito, prius Ortygia, urbs Siciliae amplissima, in ora ad ortum, inter Catinam… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …

    Dictionary of Greek

  • 15ενικός — ή, ό (AM ενικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια τού ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα 2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη τού «αριθμός», ως ουσ. ενικός η τυπική μορφή τών κλιτών… …

    Dictionary of Greek

  • 16ευνοϊκός — ή, ό (Α εὐνοϊκός, ή, όν) ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο ευμενής (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», Δημοσθ. β. «τόν βρήκα ευνοϊκό απέναντι μου») νεοελλ. 1. αυτός που αρμόζει, που είναι σύμφωνος προς την επιθυμία κάποιου, αυτός που βοηθά σε …

    Dictionary of Greek

  • 17καταπλατύς — καταπλατύς, εῑα, ύ (Μ) πολύ πλατύς, εντελώς πλατύς, αυτός που έχει πολύ ευρέα, πλατιά στέρνα και μέλη («ἀπὸ δὲ τοῡ καταπλατὺς τῷ σώματι ὑπάρχειν. Πλάτωνος κλῆσιν ἔσχηκεν», Τζέτζ.) …

    Dictionary of Greek

  • 18ταμιεία — και ταμεία, ἡ, Α [ταμιεύω] 1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.) 2. το αξίωμα ή το έργο τού ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 19φίλιος — α, ο / φίλιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φίλος] φιλικός (α. «φίλια στρατιωτικά τμήματα» β. «ὥστε καὶ ταῡτα φίλια τοῑς συμμάχοις ὑπάρχειν», Ξεν. γ. «φιλία τριήρης», Θουκ.) αρχ. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) αγαπητός·2. προσφώνηση τού Ερμού, τού… …

    Dictionary of Greek

  • 20ύπαρξη — η / ὕπαρξις, άρξεως, ΝΜΑ [ὑπάρχω] η κατάσταση τού υπαρκτού, το να υπάρχει κανείς, υπόσταση, οντότητα («ὕπαρξις ἢ ἀνυπαρξία», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο ίδιος ο άνθρωπος («είναι μια δυστυχισμένη ύπαρξη») 3. (φιλοσ.) α) το Είναι… …

    Dictionary of Greek