ὑπ' ἀλλήλων

  • 91συνεπεμβαίνω — Α 1. επωφελούμαι μαζί ή συγχρόνως («μὴ θελῆσαι συνεπεμβαίνειν τοῑς κατ ἀλλήλων καιροῑς», Πολ.) 2. καταπατώ, ποδοπατώ κάποιον από κοινού με άλλον …

    Dictionary of Greek

  • 92σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 93τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… …

    Dictionary of Greek

  • 94υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 95υπευφραίνομαι — Α [εὐφραίνομαι] χαίρομαι κρυφά, χωρίς να τό δείχνω («τοῑς ἀλλήλων κακοῑς ὑπευφραίνεσθαι», Γρηγ. Ναζ.) …

    Dictionary of Greek

  • 96φεράλληλος — ον, Α (για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδος) αυτός που συνδέεται αμοιβαία με τον άλλο. επίρρ... φεραλλήλως Μ με αμοιβαίο δεσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + άλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων*), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 97χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… …

    Dictionary of Greek

  • 98ԻՐԵԱՐ — (զիրեար, յիրեար, մանաւանդ. ԻՐԵՐԱՑ, երօք, զիրեարս, յիեարս.) NBH 1 0873 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 12c ἁλλήλων invicem, mutuo. Միմեանց. իր ընդ իրի, կամ ʼի մէջ իւրեանց փոխանակաւ. մի զմի՛. Տե՛ս եւ ԻՐԱՐ, յիրար,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 99ՄԻՄԵԱՆՑ — ((սեռ. տր.) ʼի միմեանս (տր. ներգոյ.) զմիմեանս. ʼի միմեանց. միմեամբք.) NBH 2 0276 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c գ. ἁλλήλων, λοις, λους, λα invicem, se invicem, mutuo, alius alterius, alter alterum եւն. որ եւ ԻՐԵՐԱՑ. Մի մի. զմի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 100αλληλ(ο)- — (από την αντων. αλλήλων), α’ συνθετικό ονομάτων και ρημάτων το οποίο δηλώνει αλληλεγγυότητα: Αλληλέγγυος, αλληλογραφία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)