ὑπ' ἀλλήλων

  • 81προσάλληλος — ον, Α 1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον τού άλλου 2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.) 3. αμοιβαίος 4. σχετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + άλληλος (< ἀλλήλων*), πρβλ. κατ άλληλος, παρ άλληλος] …

    Dictionary of Greek

  • 82στενάζω — ΝΜΑ 1. εκβάλλω βαθιά και ηχηρή εκπνοή, αναστενάζω 2. συνεκδ. θρηνώ, γογγύζω αρχ. 1. αγανακτώ («μὴ στενάζετε κατ ἀλλήλων, ἀδελφοί», ΚΔ) 2. (μτβ.) θρηνώ για κάτι («τὸν δ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό… …

    Dictionary of Greek

  • 83στιχήρης — ῆρες, Α 1. τοποθετημένος κατά στίχους ή σειρές, αραδιαστός («πρὸς χορὸν στιχήρη... ἀλλήλων εἴχοντο», Ηλιόδ.) 2. στιχουργημένος («τὰ παρ αὐτοῑς στιχήρη δι ἐπῶν λέγεται», Ευσ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στιχήρη εκκλ. τα στιχηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 84συμπληρωτικός — ή, ό / συμπληρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπληρῶ] κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός μσν. αρχ. 1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος… …

    Dictionary of Greek

  • 85συμφώνησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [συμφωνῶ] συμφωνητικό, συμβόλαιο αρχ. 1. συμφωνία 2. (ειδικά) γραμμ. συνίζηση («συμφώνησίς ἐστιν, ὁπόταν δύο [συλλαβαὶ] σύμφωνα μεταξὺ ἀλλήλων μὴ ἔχουσαι ἀντὶ μιᾱς παραλαμβάνονται», Ανέκδ. Κραμήρου) …

    Dictionary of Greek

  • 86συνάλληλος — η, ο, Ν (λογ.) (για έννοιες) αυτές που υπάγονται μαζί και άμεσα σε άλλη ανώτερη, υπερκείμενη έννοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων), πρβλ. κατ άλληλος] …

    Dictionary of Greek

  • 87συναγελάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ συναγελάζω Α ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.) νεοελλ. (με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου αρχ. 1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι …

    Dictionary of Greek

  • 88συναγωγεύς — έως, ὁ, ΜΑ 1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει 2. συνωμότης αρχ. 1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο 2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.) 3. αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 89συνακολουθώ — συνακολουθῶ, έω, ΝΜΑ [ἀκολουθῶ] 1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον 2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῑς μὲν πλούτοις καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 90συνδιαχωρίζω — Α διαχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («δύο ἀπ ἀλλήλων διακρίνας ὀνόματα καὶ τὰ δι αὐτῶν σημαινόμενα συνδιαχωρίσας τῷ λόγῳ», Γρηγ. Νύσα) …

    Dictionary of Greek