ὑο-μουσία

  • 1υομουσία — ἡ, Α απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσία] …

    Dictionary of Greek

  • 2χρηστομουσία — ἡ, Α τόπος κατάλληλος για την εκμάθηση διαφόρων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. ἀ μουσία] …

    Dictionary of Greek