ὑοσκύαμος -κή
1ὑοσκύαμος — henbane masc nom sg …
2υοσκύαμος — ο / ὑοσκύαμος, ΝΑ, και ὑοσκύεμος, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και στο οποίο ανήκουν τριχωτά, βαρύοσμα και, συχνά, πολύ τοξικά …
3ὑοσκυάμου — ὑοσκύαμος henbane masc gen sg …
4ὑοσκυάμους — ὑοσκύαμος henbane masc acc pl …
5ὑοσκυάμῳ — ὑοσκύαμος henbane masc dat sg …
6ὑοσκύαμον — ὑοσκύαμος henbane masc acc sg …
7συοσκύαμος — ὁ, Α πιθ. το φυτό υοσκύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλο τ. τής λ. ὑοσκύαμος* κατ επίδραση πιθ. τού τ. σῦς] …
8υοσκυάμινος — ίνη, ον, Α [ὑοσκύαμος] αυτός που λαμβάνεται από το φυτό υοσκύαμος …
9Jusquiame — Hyoscyamus Jusquiame noire …
10δαιμοναριά — η (Μ δαιμονιαρέα) η κοινή ονομασία τού φυτού υοσκύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονιαρέα, θηλυκό τού δαιμονιάριος (πρβλ. βρομιαρέα, περβολαρέα) σχηματίστηκε αναλογικά προς τα θηλυκά σε έα τών επιθέτων σε ύς (πρβλ. βαρύς βαρέα, βαθύς βαθέα)] …