ὑοσκύαμος -κή

  • 21υοσκυαμώ — άω, και, κατά τον Ησύχ., έω, Α [ὑοσκύαμος] θέλω μανιωδώς να φάω υοσκύαμο …

    Dictionary of Greek

  • 22αδιοσκύαμος — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως υοσκύαμος ο μέλας της οικογένειας των σολανιδών. Είναι μονοετής ή διετής πόα, ύψους 20 80 εκ., με βλαστό ισχυρό και πολύ βαριά μυρωδιά. Τα φύλλα του είναι μαλακά και ωοειδή και ο καρπός του κάψα διογκωμένη στη βάση. Το …

    Dictionary of Greek

  • 23δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …

    Dictionary of Greek