ὑοσκύαμος -κή

  • 11δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …

    Dictionary of Greek

  • 12κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος …

    Dictionary of Greek

  • 13κύτινος — ο (Α κύτινος) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας ραφφλεσιίδες αρχ. 1. το άνθος τής ροδιάς και, κυρίως, ο κάλυκάς του 2. το άνθος τού φυτού υοσκύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Κατ άλλους, η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 14σκροφουλαριώδη — τα, Ν Βοτ. μεγάλη τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 18 οικογένειες, 870 περίπου γένη και 11.800 περίπου είδη, η οποία παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει είδη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως είναι η βερόνικα,… …

    Dictionary of Greek

  • 15σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… …

    Dictionary of Greek

  • 16συμφωνιακός — ή, όν, Α [συμφωνία] 1. συμφωνικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή ποικιλία τού φυτού υοσκύαμος …

    Dictionary of Greek

  • 17σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …

    Dictionary of Greek

  • 18τυφόνιον — τὸ, Μ είδος φυτού, πιθανώς ο υοσκύαμος …

    Dictionary of Greek

  • 19υοσκίνη — η, Ν η σκοπολαμίνη και, ειδικότερα, η αριστερόστροφη μορφή της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyoscine < hyosc (< νεολατ. hyoscyamus < ὑοσκύαμος) + κατάλ. ine. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …

    Dictionary of Greek

  • 20υοσκυαμίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) αλκαλοειδές που απαντά στα περισσότερα είδη τών φυτών τής οικογένειας σολανίδες και ιδίως στην μπελαντόνα και στον υοσκύαμο και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. hyoscyamin <… …

    Dictionary of Greek