ὑμῖν προφωνῶ τάδε

  • 1προφωνώ — έω, ΜΑ [φωνῶ] εκδίδω διακήρυξη ή διαταγή ενώπιον όλων (α. «τοῡτο δὲ πᾱσι προφωνῶ καὶ πᾱσι παραγγέλνω», Διήγ. Αχιλλ. β. «πᾱσιν προφωνεῑ τόνδε ναυάρχοις λόγον», Αισχύλ. γ. «ὑμῑν προφωνῶ πᾱσι Καδμείοις τάδε», Σοφ.) αρχ. διακηρύσσω, λέω φωναχτά από… …

    Dictionary of Greek