ὑμέτερος
1υμέτερος — έρα, ο / ὑμέτερος, έρα, ον, ΝΜΑ (κτητ. αντων.) (λόγ. τ.) 1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῑς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.) 2. (σπαν. αντί τού σός) δικός σου αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …
2ὑμέτερος — ὑ̱μέτερος , ὑμέτερος your masc nom sg …
3ὑμέτερ' — ὑ̱μέτερα , ὑμέτερος your neut nom/voc/acc pl ὑ̱μέτερε , ὑμέτερος your masc voc sg ὑ̱μέτεραι , ὑμέτερος your fem nom/voc pl …
4ὑμετέρα — ὑ̱μετέρᾱ , ὑμέτερος your fem nom/voc/acc dual ὑ̱μετέρᾱ , ὑμέτερος your fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5ὑμετέρας — ὑ̱μετέρᾱς , ὑμέτερος your fem acc pl ὑ̱μετέρᾱς , ὑμέτερος your fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ὑμετέρω — ὑ̱μετέρω , ὑμέτερος your masc/neut nom/voc/acc dual ὑ̱μετέρω , ὑμέτερος your masc/neut gen sg (doric aeolic) …
7ὑμετέρων — ὑ̱μετέρων , ὑμέτερος your fem gen pl ὑ̱μετέρων , ὑμέτερος your masc/neut gen pl …
8ὑμέτερον — ὑ̱μέτερον , ὑμέτερος your masc acc sg ὑ̱μέτερον , ὑμέτερος your neut nom/voc/acc sg …
9Hermanos de Jesús — Los hermanos de Jesús de Nazaret son mencionados en algunos pasajes del Nuevo Testamento, y, especialmente, en los evangelios canónicos (en concreto, 2 veces en el Evangelio de Mateo, 2 en el Evangelio de Marcos, 1 en el Evangelio de Lucas y 2 en …
10Местоимение в праиндоевропейском языке — Местоимение  часть речи праиндоевропейского языка. Местоимения являются одним из самых устойчивых элементов индоевропейской лексики[1]. Однако, несмотря на их архаичность и устойчивость, реконструкцию затрудняет большое количество изменений… …