ὑμνῳδεῖ ϑρῆνον

  • 1υμνωδώ — ὑμνῳδῶ, έω, ΝΜΑ [ὑμνῳδός] άδω εγκωμιαστικό ύμνο νεοελλ. 1. ψάλλω ή συνθέτω εκκλησιαστικό ύμνο 2. εξυμνώ, εγκωμιάζω αρχ. 1. άδω, τραγουδώ («τὸν δ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνῳδεῑ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek