ὑμνίον
1ὑμνίον — ὑμνέω sing of pres part act masc voc sg (doric) ὑμνέω sing of pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) …
2μεθύμνιο(ν) — το (Μ μεθύμνιον) εκκλ. αυτό που βρίσκεται στο τέλος ύμνου μσν. (κατά τον Φώτ.) «ἡ μετὰ μέθης ᾠδή». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὕμνος (πρβλ. εφ ύμνιον] …