ὑμεῖς φωνεῖτέ με ὁ διδάσκαλος

  • 1φωνώ — έω, και πωνίω Α [φωνή] 1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο 2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.) γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ ὦ γυναῑκες», Σοφ.) 3 …

    Dictionary of Greek