ὑμέ

  • 1ὑμέ — ὑ̱μέ , σύ thou acc 2nd pl (doric) ὑ̱μέ , ὑμός your masc voc sg (epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …

    Wikipedia

  • 3κα — Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρχικά όλο το σώμα, έπειτα η ψυχή, την οποία φαντάζονταν σαν πουλί με ανθρώπινο κεφάλι (μπα), το πνεύμα (αχ) και τέλος, το κ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4υμέτερος — έρα, ο / ὑμέτερος, έρα, ον, ΝΜΑ (κτητ. αντων.) (λόγ. τ.) 1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῑς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.) 2. (σπαν. αντί τού σός) δικός σου αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 5υμείς — ὑμεῑς ΝΜΑ, και δωρ. τ. υμές, και αιολ. τ. ὔμμες Α (ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. β πρόσ. συ) εσείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τού πληθυντικού τού β προσώπου τής προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. *(y)us (s)me (πρβλ. λατ. vōs, αρχ. ινδ. yusmān) και… …

    Dictionary of Greek

  • 6υμεδαπός — ή, ό / ὑμεδαπός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο με εσάς, ο συντοπίτης σας 2. ο δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. ὑμε τού ὑμεῖς κατά το πρότυπο τού ἡμεδαπός (βλ. λ. ημεδαπός)] …

    Dictionary of Greek

  • 7i̯u-1 —     i̯u 1     English meaning: you (pl.)     Deutsche Übersetzung: “ihr”     Grammatical information: originally only nom.; case oblique of stem u̯ē̆s , u̯ō̆s (from *i̯u̯es, *i̯u̯os?)     Material: 1. O.Ind. yuvám “ihr” Du., yūya m pl., Av. yūžǝm …

    Proto-Indo-European etymological dictionary