ὑλαγμός
1ὑλαγμός — barking masc nom sg …
2υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …
3ὑλαγμοῖς — ὑλαγμός barking masc dat pl …
4ὑλαγμοῦ — ὑλαγμός barking masc gen sg …
5ὑλαγμούς — ὑλαγμός barking masc acc pl …
6ὑλαγμῷ — ὑλαγμός barking masc dat sg …
7ὑλαγμόν — ὑλαγμός barking masc acc sg …
8κυνυλαγμός — κυνυλαγμός, ὁ (Α) γάβγισμα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὑλαγμός «γάβγισμα»] …
9υλάκτης — ὁ, Α ὑλακτητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. σχηματισμός < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και επίθημα της (πρβλ. ὑλάσσω, ὑλαγμός)] …
10υλάσσω — ΜΑ ὑλάσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< *ὑλά κ jω) είναι παρλλ. τ. τού ὑλάω, ῶ*, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση κ (για τον σχηματισμό τού ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)] …
- 1
- 2