ὑλάσκω

  • 1υλάσκω — Α υλακτώ, γαυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολο θεωρείται αν μαρτυρείται ο τ. ὑλάσκω (βλ. λ. ὑλῶ, ὑλάσσω)] …

    Dictionary of Greek

  • 2υλάσσω — ΜΑ ὑλάσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< *ὑλά κ jω) είναι παρλλ. τ. τού ὑλάω, ῶ*, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση κ (για τον σχηματισμό τού ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)] …

    Dictionary of Greek