ὑδᾰτ-ῐνος
1κασσιτέρινος — η, ο (AM κασσιτέρινος, η, ον, Α και καττιτέρινος, η, ον) κατασκευασμένος από κασσίτερο, από καλάι, καλάινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + κατάλ. ινος (πρβλ. αδαμάντ ινος, υδάτ ινος)] …
2χρωμάτινος — ίνη, ον, Μ χρωματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῶμα, ατος + κατάλ. ινος (πρβλ. δερμάτ ινος, ὑδάτ ινος)] …