ὑδατοτρεφής
1ὑδατοτρεφής — bred in water masc/fem nom sg …
2υδατοτρεφής — ές, Α αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής] …
3ὑδατοτρεφεῖ — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem/neut dat sg …
4ὑδατοτρεφεῖς — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem acc pl ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
5ὑδατοτρεφές — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem voc sg ὑδατοτρεφής bred in water neut nom/voc/acc sg …
6ὑδατοτρεφέας — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem acc pl (epic ionic) …
7ὑδατοτρεφέων — ὑδατοτρεφής bred in water masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
8υδατοτροφής — ές, Α ὑδατοτρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ὑδατοτρεφής, σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού τρέφω (πρβλ. ευ τροφής)] …
9υδατότροφος — ον, Μ ὑδατοτρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ορεί τροφος] …
10ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …