ὑγρό-σαρκος
1ξηρόσαρκος — ξηρόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει ξηρή σάρκα, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. υγρό σαρκος] …
1ξηρόσαρκος — ξηρόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει ξηρή σάρκα, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. υγρό σαρκος] …