ὑγρότης

  • 11ὑγρότητος — ὑγρότης wetness fem gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12ὑγρότητ' — ὑγρότητα , ὑγρότης wetness fem acc sg ὑγρότητι , ὑγρότης wetness fem dat sg ὑγρότητε , ὑγρότης wetness fem nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13υγρότητα — η / ὑγρότης, ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑγρότας, ατος, ἁ, Α [ὑγρός] η ιδιότητα τού υγρού, η υγρή κατάσταση αρχ. 1. μτφ. α) ευκαμψία, ευλυγισία β) χαλαρότητα, αδυναμία («τοῡ ξίφους... δι ὑγρότητα χειρὸς ἐξολισθόντος», Πλούτ.) γ) (για πρόσ.) i) ήρεμη… …

    Dictionary of Greek

  • 14ACAPNA — ligna Graecis Latinisque, quae fumum non emittunt accensa, alias coctilia, Ulpiano l. 167. ff. de verbor. signific. ligna cocta ne fumum faciant: cuiusmodi tabernam pater Pertinacis Imperat. in Liguriâ exercuisse et coctilia parâsse ac vendidisse …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15RESINA — ut eliciatur, τὴν πέυκην, i. e. piceam, in cortice vulnerari et corticem ipsum auferri, ait Theophrastus; quô factô ςυῤῥεῖ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης, confluit in vulneus abundantior humiditas: at in abiete et pinu lignum etiam ipsum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 16οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 17υπομονή — η / ὑπομονή, ΝΑ [ὑπομένω] ιδιότητα ή κατάσταση τού υπομονητικού, εγκαρτέρηση 2. ανοχή, ανεκτικότητα (α. «είναι εκπληκτική η υπομονή που δείχνεις στις προσβολές που σού κάνει» β. «ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονή, αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων», Θεόφρ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 18φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …

    Dictionary of Greek

  • 19ԳԻՋՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0555 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c գ. ὐγρότης, ὐγρασία humiditas, humor, caligo Խոնաւութիւն. տամկութիւն որպիսի եւ իցէ. եւ Կակղութիւն. մեղմութիւն. թացութիւն, ջրջրկոտութիւն. ... *Ամենայն երանք ապականեսցին գիջութեամբ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 20ՏԱՄԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0843 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. ὐγρότης humiditas, humor. Տամուկն գոլ. խոնաւութիւն. գիջութիւն. թացութիւն. ... *Հասեալ ջերմութեան ճառագայթից արեգական՝ շքթեցուցանէ ʼի բաց զտամկութիւն: Զցամաքն եւ զանմասն ʼի տամկութենէ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)