ὑγροῠ

  • 91έγχυμα — το (AM ἔγχυμα) (για φάρμακο) αυτός που χύνεται μέσα σε κάποιο όργανο αρχ. (για δοχείο) 1. το χύσιμο υγρού σε δοχείο 2. είδος γλυκίσματος …

    Dictionary of Greek

  • 92έκβρασμα — το (AM ἔκβρασμα) το σύνολο τών στερεών ουσιών που ανέρχονται στην επιφάνεια υγρού όταν βράζει ή σχηματίζει δίνες αρχ. 1. έκκριση 2. εξάνθημα τού δέρματος …

    Dictionary of Greek

  • 93έκρυση — η (Α ἔκρυσις) 1. διέξοδος ρέοντος υγρού 2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση) 3. (για τρίχες) πτώση 4. η ουσία που εκρέει …

    Dictionary of Greek

  • 94έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …

    Dictionary of Greek

  • 95έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… …

    Dictionary of Greek

  • 96ένδεσμος — ο (AM ἔνδεσμος) ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ. νεοελλ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση τού κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους… …

    Dictionary of Greek

  • 97ένσταση — η (AM ἔνστασις) [ενίστημι] αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη νεοελλ. 1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον τής εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του 2. φρ. «ένσταση απαρτίας» αντίρρηση που υποβάλλεται… …

    Dictionary of Greek

  • 98ήνυστρο — Το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών, στο οποίο πραγματοποιείται η πέψη και δημιουργείται η πυτιά ή γαλιμίδι. Στους Ιππείς του Αριστοφάνη, το ή. αναφέρεται ως αγαπητό φαγητό των αρχαίων Αθηναίων. * * * το (Α ἤνυστρον) το τέταρτο στομάχι τών… …

    Dictionary of Greek

  • 99ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 100αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …

    Dictionary of Greek