ὑγροῠ

  • 81Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …

    Dictionary of Greek

  • 82Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …

    Dictionary of Greek

  • 83Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 84Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 85συνεπαφής γωνία — Αν θεωρήσουμε ένα υγρό μέσα σε ένα δοχείο θα παρατηρήσουμε ότι, κοντά στα ελεύθερα τοιχώματα, η υγρή επιφάνεια παίρνει κοίλη μορφή (π.χ. στην περίπτωση νερού σε δοχείο γυάλινο) ή με κυρτή (π.χ. υδράργυρος σε δοχείο γυάλινο). Η γωνία που… …

    Dictionary of Greek

  • 86γράδο — το (λ. ιταλ.) 1. το όργανο μέτρησης της πυκνότητας ενός υγρού. 2. ο βαθμός της πυκνότητας ενός υγρού: Το κρασί είχε υψηλά γράδα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 87Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …

    Dictionary of Greek

  • 88άνοδος — Το θετικό ηλεκτρόδιο ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, θερμοηλεκτρονικής λυχνίας και γενικά κάθε διάταξης μέσα στην οποία περνά ηλεκτρικό ρεύμα από ένα υγρό ή αέριο. * * * (I) άνοδος, ον (Α) ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα. (II) η (AM ἄνοδος) 1 …

    Dictionary of Greek

  • 89άντλημα — το (Α ἄντλημα) νεοελλ. ποσότητα υγρού που προέρχεται από άντληση αρχ. κάδος, δοχείο για λήψη νερού, κουβάς πηγαδιού …

    Dictionary of Greek

  • 90άντληση — η (Α ἄντλησις) νεοελλ. 1. η λήψη υγρού με αντλία 2. η λήψη, το να παίρνει κανείς κάτι («άντληση νέων πόρων») αρχ. 1. λήψη νερού 2. εκκένωση, άδειασμα …

    Dictionary of Greek