ὑγροῠ

  • 21μηνιγγίτιδες — Νόσοι που οφείλονται σε φλεγμονή των μηνίγγων, κυρίως των λεπτών. Τα αίτια που τις προκαλούν είναι διάφορα μικρόβια, όπως ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος, ο αιμόφιλος (πυώδεις μ.), το μικρόβιο της φυματίωσης (φυματιώδης μ.), διάφοροι ιοί… …

    Dictionary of Greek

  • 22ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… …

    Dictionary of Greek

  • 23ατμοποίηση — Η μετάβαση ενός σώματος από τη συμπυκνωμένη φάση (υγρό ή στερεό) στην αέρια φάση (μεταβολή φάσης πρώτου είδους). Λέγεται και εξαέρωση. Α. ενός υγρού παρατηρείται σε όλες τις θερμοκρασίες (παρ’ όλα αυτά η γλυκερίνη, το θειικό οξύ και ο υδράργυρος …

    Dictionary of Greek

  • 24διάλυμα — Ομογενές μείγμα δύο ή περισσότερων συστατικών. Τα δ. μπορεί να είναι υγρά (στερεό, υγρό ή αέριο σε υγρό), στερεά (στερεό σε στερεό, όπως π.χ. τα κράματα, ή και αέριο σε στερεό) και αέρια μείγματα. Το δ. αποτελείται από τον διαλύτη που είναι η… …

    Dictionary of Greek

  • 25εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 26μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …

    Dictionary of Greek

  • 27πιεζομετρία — Η μελέτη της συμπεριφοράς των στερεών και των υγρών όταν υποβάλλονται σε πίεση. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι τόσο στα στερεά όσο και στα υγρά, η συστολή, που προκαλείται με τη συμπίεση, είναι τόσο μικρή ώστε σε πολλές πρακτικές εφαρμογές… …

    Dictionary of Greek

  • 28πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …

    Dictionary of Greek

  • 29πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα …

    Dictionary of Greek

  • 30προχοΐδα — Όργανο απαραίτητο στα χημικά εργαστήρια για την ακριβή μέτρηση των όγκων. Αποτελείται από ένα γυάλινο σωλήνα κυλινδρικό, με αυστηρά σταθερή διάμετρο, επί του οποίου υπάρχει κλίμακα κυβικών εκατοστών και των δεκαδικών υποδιαιρέσεών τους. Ο όγκος… …

    Dictionary of Greek