ὑγροῠ

  • 121απόσωσμα — το (Μ ἀπόσωσμα) ό,τι προσθέτει κανείς νεοελλ. 1. η συμπλήρωση, η ολοκλήρωση μιας εργασίας 2. η άκρη ενός πράγματος 3. το τελευταίο παιδί, το στερνογένι 4. ό,τι έχει απομείνει από ποσότητα υγρού, κυρίως κρασιού μσν. φτάσιμο, άφιξη …

    Dictionary of Greek

  • 122απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… …

    Dictionary of Greek

  • 123αρβαλλώ — κ. ίζω 1. κάνω κρότο, μετακινώ κάτι με θόρυβο 2. θορυβώ ενοχλώντας τους άλλους 3. κοσκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βαλλίζω «σκιρτώ, πηδώ, χορεύω». Με ανάπτυξη αρκτικού α από τη συνεκφορά του ρ. με να ή θα έγινε το αβαλλίζω, που απαντά στα Κύθηρα και …

    Dictionary of Greek

  • 124αργό — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους 189,4°C και βράζει στους 185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785,… …

    Dictionary of Greek

  • 125ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού …

    Dictionary of Greek

  • 126ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …

    Dictionary of Greek

  • 127ατοπία — η (AM ἀτοπία) [άτοπος] ατόπημα, κακή πράξη νεοελλ. ιατρ. τύπος υπερευαισθησίας που χαρακτηρίζεται από άμεση αντίδραση με μετακίνηση υγρού από τα αιμοφόρα αγγεία στους ιστούς σε περίπτωση έκθεσης σε ένα αλλεργιογόνο αρχ. το να μη βρίσκεται κάτι… …

    Dictionary of Greek

  • 128αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση …

    Dictionary of Greek