ὑγροῠ
111ανανήχομαι — ἀνανήχομαι (Α) 1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού 2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] …
112αναπλωτάζω — ἀναπλωτάζω (Α) [πλωτός] ανεβαίνω με ορμή στην επιφάνεια υγρού …
113αναπνοιά — και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια) αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή νεοελλ. 1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα τού υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό 2. η βαλβίδα τού φυσερού τού σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα τού αέρα… …
114αναρρόφηση — Η αφαίρεση από διάφορους ιστούς ή κοιλότητες του σώματος υγρών τα οποία συγκεντρώθηκαν εκεί από φυσιολογικά ή παθολογικά αίτια. Η α. γίνεται με τη βοήθεια λεπτών σωληνώσεων και μιας αναρροφητικής αντλίας προσαρμοσμένης στην έξοδο. Χρησιμοποιείται …
115απέρασις — ἀπέρασις, η (Α) [απερώ] 1. εμετός 2. αφαίρεση υγρού ή υγρασίας …
116απανωλαδιά — κ. πανωλαδιά, η 1. λάδι ή άλλο λιπαρό ρευστό στην επιφάνεια άλλου υγρού ή φαγητού 2. φρ. «βγήκε απανωλαδιά» βγήκε λάδι, κατόρθωσε να κρύψει την ενοχή του 3. καλή σοδειά λαδιού …
117αποβλύζω — ἀποβλύζω (Α) 1. εξεμώ μικρή ποσότητα υγρού 2. (για πηγή) αναβλύζω …
118αποστήριγμα — ἀποστήριγμα, το (Α) 1. υποστήριγμα 2. μετατόπιση υγρού σε κάποιο σημείο του σώματος …
119αποστραγγίδι — κ. στράγγι, το 1. ό,τι απομένει μετά το στράγγισμα κάποιου υγρού 2. η τρυγιά …
120απόσκηψις — ἀπόσκηψις, η (Α) συγκέντρωση υγρού σε κάποιο σημείο του σώματος …