ὑγροῠ

  • 101αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 102αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …

    Dictionary of Greek

  • 103αγκλί — και αγλί, το [αντλίον] κολοκύθα κομμένη κατά μήκος στα δύο, που χρησιμοποιείται για την άντληση νερού από πηγή ή για τη μεταφορά υγρού (νερού, κρασιού κ.ά.) από δοχείο σε δοχείο …

    Dictionary of Greek

  • 104αγκλιά — και αγκλία και αγκιλιά και αγλιά και αντλιά, η [αντλία] 1. μεταλλικό, ξύλινο ή δερμάτινο σκεύος με το οποίο αντλείται νερό από πηγάδι ή πηγή ή διοχετεύεται υγρό από δοχείο σε δοχείο (αλλιώς κουβάς) 2. κολοκύθα κομμένη κατά μήκος στα δύο, που… …

    Dictionary of Greek

  • 105αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …

    Dictionary of Greek

  • 106ακροστόμιο — Το άκρο στομίου, ανοίγματος και ειδικότερα το άκρο σωλήνα εξαγωγής ρευστού (αερίου ή υγρού). Βλ. λ. ακροφύσιο. * * * το (AM ἀκροστόμιον) νεοελλ. το άκρο ενός ανοίγματος ή στομίου μσν. το ακροφύσιον* αρχ. η άκρη τών χειλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) …

    Dictionary of Greek

  • 107αλατοπύκνωση — η συμπύκνωση αλατούχου υγρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πύκνωση η λ. πλάστηκε από τον χημικό Όθ. Ρουσόπουλο] …

    Dictionary of Greek

  • 108ανάρροια — η (Α ἀνάρροια) [αναρρέω] κίνηση υγρού προς τα πίσω αρχ. 1. άμπωτη 2. ανάκλαση του φωτός …

    Dictionary of Greek

  • 109αναδευτήρας — ο το όργανο με το οποίο γίνεται η ανακίνηση, το ανακάτεμα υγρού ή μίγματος …

    Dictionary of Greek

  • 110ανακύπτω — (Α ἀνακύπτω) [κύπτω] 1. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 2. ακολουθώ σαν αποτέλεσμα, προκύπτω νεοελλ. συνέρχομαι από κάποια συμφορά, αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου (σωματικές ή ψυχικές) αρχ. 1. σηκώνω ψηλά ή κλίνω προς τα πίσω το κεφάλι 2 …

    Dictionary of Greek