ὑγιής
1ὑγιής — healthy masc/fem nom sg …
2υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… …
3ὑγιῆς — ὑγιάζω make sound fut ind act 2nd sg (doric) ὑγιής healthy masc/fem acc pl (attic epic doric) ὑγιής healthy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …
4υγιής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που έχει υγεία (βλ. λ.), που έχει άρτια και φυσιολογική σωματική κατάσταση, ο γερός. 2. μτφ., ο ψυχικά και πνευματικά εντάξει, ο λογικός, ο συνετός: Υγιείς αρχές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὑγιέστερον — ὑγιής healthy neut acc comp sg ὑγιής healthy masc acc comp sg ὑγιής healthy adverbial comp ὑγιής healthy neut nom/voc/acc comp sg …
6ὑγιῆ — ὑγιής healthy masc/fem acc sg (attic epic doric) ὑγιής healthy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑγιής healthy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …
7ὑγιές — ὑγιής healthy neut acc sg ὑγιής healthy masc/fem voc sg ὑγιής healthy neut nom/voc/acc sg …
8ὑγιέστατον — ὑγιής healthy neut acc superl sg ὑγιής healthy masc acc superl sg ὑγιής healthy neut nom/voc/acc superl sg …
9ὑγιεστάτοις — ὑγιής healthy neut dat superl pl ὑγιής healthy masc/neut dat superl pl …
10ὑγιεῖ — ὑγιής healthy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑγιής healthy masc/fem/neut dat sg …