ὑγεῖα
1ὑγεία — ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc/acc dual ὑγείᾱ , ὕγειος sound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc/acc dual (ionic) ὑγείᾱ , ὑγεία fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2ὑγείᾳ — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
3υγεία — υγεία, η και υγειά, η και γεια, η η φυσική (φυσιολογική) κατάσταση του οργανισμού, η αρτιότητα των σωματικών λειτουργιών, η αρτιμέλεια, η σωματική ευεξία: Γεια σας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …
5υγειά — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …
6ὑγείας — ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem acc pl ὑγείᾱς , ὕγειος sound fem gen sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem acc pl (ionic) ὑγείᾱς , ὑγεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
7ὑγείαι — ὑγείᾱͅ , ὕγειος sound fem dat sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱͅ , ὑγεία fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
8ὑγείαν — ὑγείᾱν , ὕγειος sound fem acc sg (attic doric aeolic) ὑγείᾱν , ὑγεία fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …
9ὑγειῶν — ὑγεία fem gen pl (ionic) …
10ὑγεῖαι — ὑγεία fem nom/voc pl (ionic) …