ὑβριστικὸς λόγος

  • 1βλαστήμια — η (AM βλασφημία) ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων νεοελλ. 1. κατάρα 2. βρισιά εναντίον προσώπου αρχ. 1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῑς βωμοῑς βλασφημίαν πᾱσαν βλασφημεῑ») 2. δυσφήμηση, συκοφαντία.… …

    Dictionary of Greek

  • 2χοντρόλογο — το, Ν υβριστικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + λόγος (πρβλ. βρομό λογο, ερωτό λογο)] …

    Dictionary of Greek

  • 3βρισιά — και βριξιά, η υβριστικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. βρισιά < μσν. υβρισία < ύβρισα, αόρ. του υβρίζω βριξιά < έβριξα, διαλεκτικός τύπος αορίστου του βρίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 4ημιάνδριον — ἡμιάνδριον, το (Μ) (ως υβριστικός λόγος) υποκορ. τού ἡμίανδρος …

    Dictionary of Greek

  • 5κακόθρους — κακόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ θρους, πολύ θρους] …

    Dictionary of Greek