ὑβριστικοί
1ὑβριστικοί — ὑβριστικός given to wantonness masc nom/voc pl …
2υβριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει τάση στο να βρίζει: Επικρατεί υβριστικό πνεύμα. 2. που αποτελεί ύβρη, προσβλητικός: Υβριστικοί λόγοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)