ὑέτιος
1ὑέτιος — rainy masc nom sg …
2υέτιος — α, ο / ὑέτιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α [ὑετός] αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερός αρχ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑέτιος ονομασία λίθου 3. φρ. «Ζεὺς… …
3ὑετίων — ὑέτιος rainy fem gen pl ὑέτιος rainy masc/neut gen pl …
4ὑέτιον — ὑέτιος rainy masc acc sg ὑέτιος rainy neut nom/voc/acc sg …
5ὑετιώτατοι — ὑέτιος rainy masc nom/voc superl pl …
6ὑετιώτερος — ὑέτιος rainy masc nom comp sg …
7ὑετίαις — ὑέτιος rainy fem dat pl ὑ̱ετίαις , ὑετία rainy weather fem dat pl …
8ὑετίην — ὑέτιος rainy fem acc sg (epic ionic) ὑ̱ετίην , ὑετία rainy weather fem acc sg (epic ionic) …
9ὑετίοιο — ὑέτιος rainy masc/neut gen sg (epic) …
10ὑετίοις — ὑέτιος rainy masc/neut dat pl …