ὅ ἐστι πλέθρον

  • 1μόργιον — μόργιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μέτρον γῆς, ὅ ἐστι πλέθρον» 2. «εἶδος ἀμπέλου». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή τού μόρτιον*] …

    Dictionary of Greek

  • 2κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… …

    Dictionary of Greek