ὅ τι ἐγγύτατα

  • 1ἐγγύτατα — ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγύτερος nearer neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2οὑγγύτατα — ἐγγύτατα , ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατα , ἐγγύτατος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγύτατα , ἐγγύτερος nearer neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἐγγύταθ' — ἐγγύτατα , ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατα , ἐγγύτατος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγύτατε , ἐγγύτατος nearer masc voc sg ἐγγύταται , ἐγγύτατος nearer fem nom/voc pl ἐγγύτατα , ἐγγύτερος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγύτατε ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4ἐγγύτατ' — ἐγγύτατα , ἐγγύς near irreg̱superl indeclform (adverb) ἐγγύτατα , ἐγγύτατος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγύτατε , ἐγγύτατος nearer masc voc sg ἐγγύταται , ἐγγύτατος nearer fem nom/voc pl ἐγγύτατα , ἐγγύτερος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγύτατε ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ἐγγυτάτας — ἐγγυτάτᾱς , ἐγγύτατος nearer fem acc pl ἐγγυτάτᾱς , ἐγγύτατος nearer fem gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 7Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( …

    Deutsch Wikipedia

  • 8VIRGO — I. VIRGO Graece Παρθένος, inter Minervae cognomina, apud Athenienses, uti vidimus supra ubi de Nuptiis. Sed et Sesti Iovis et Virginis Heroum Plinio memoratur, l. 10. c. 4. Est percelebris apud Seston urbem aquilae gloria: edueatam a virgine… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 9καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος …

    Dictionary of Greek

  • 10κτίση — η (AM κτίσις) [κτίζω] 1. κτίσιμο, ίδρυση, θεμελίωση, ανέγερση («η κτίση τής Ρώμης» η ίδρυση τής Ρώμης ως αφετηρία χρονολόγησης που χρησιμοποιήθηκε από Λατίνους συγγραφείς και απαντά σε επιγραφές και η οποία, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… …

    Dictionary of Greek