ὅτου ἕνεκα

  • 1κατασιγώ — κατασιγῶ, άω (AM) 1. σωπαίνω εντελώς 2. κάνω κάποιον να σωπάσει, κατασιγάζω («κατασίγησον αὐτούς, ὦ Ἑρμῆ, ὡς μάθωσιν ὅτου ἕνεκα ξυνελέγησαν», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek