ὅτι οὐ χεῖται

  • 1σφύρημα — τό, Α στον πληθ. σφυρήματα (κατά τον Ησύχ.) «τὰ σιδήρια, ὅτι οὐ χεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σφυρῶ, έω] …

    Dictionary of Greek