ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῠ γεύηται ἑτέρου

  • 1προγευματίζω — ΝΑ νεοελλ. 1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου 2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω αρχ. δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένως («ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.) …

    Dictionary of Greek