ὅς κε ϑεοῖς ἐπιπείϑηται

  • 1επιπείθομαι — ἐπιπείθομαι (Α) 1. πείθομαι στα λόγια κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν», Ομ. Ιλ.) 2. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω («ἡμῑν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ», Ομ. Οδ.) 3. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη σε κάτι, εμπιστεύομαι… …

    Dictionary of Greek