ὅρῳ

  • 121αϊδής — ἀιδής, ές (Α) 1. αυτός που δεν βλέπεται, αόρατος, αφανής 2. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Fiδείv, απρμφ. αορ. β΄ τού ρ. ὁρῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 122αϊδνός — ἀιδνός, ή, όν και ἀιδνής, ὲς (Α) αόρατος, κρυφός, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Fιδ(εῑν), απρμφ. αορ. β΄ τού ρ. ὁρῶ + επίθημα νος ποιητ. τ. τής λ. ἀιδής*. Ο τ. ἀιδνός εμφανίζεται στη μτγν. Ελληνική μορφολογικά μεταπλασμένος σε ἀιδνήεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 123αύτοπτος — αὔτοπτος, ον (AM) αυτός που τον έχει δει κανείς μόνος του, με τα ίδια του τα μάτια μσν. φρ. «ἐξ αὐτόπτου» με τα ίδια τα μάτια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + οπτός < οπ , όπωπα, (παρακμ. του ορώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 124βωρεύς — βωρεύς, ο (Α) το ψάρι βούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με τη γλώσσα του Ησύχιου βώροι «οφθαλμοί» δεν έχει ισχυρή βάση, αφού στη λ. βώροι προϋποτίθεται πιθ. δίγαμμα δηλ. βώροι < *Fώροι (πρβλ. ορώ). Ίσως πρόκειται για αιγυπτιακή λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 125γαληνός — (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και… …

    Dictionary of Greek

  • 126γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …

    Dictionary of Greek

  • 127διορώ — (AM διορῶ, άω) [ορώ] 1. βλέπω κάτι ανάμεσα από κάτι άλλο 2. διαβλέπω, προβλέπω αρχ. διακρίνω, ξεχωρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 128δισαύξητος — ο γραμμ. (για ρήματα) αυτός που παίρνει διπλή, εσωτερική και εξωτερική, αύξηση (π.χ. «ορώ εώρων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + αυξητός < αυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο] …

    Dictionary of Greek